λειψανδρία

λειψανδρία
λειψανδρίᾱ , λειψανδρία
fem nom/voc/acc dual
λειψανδρίᾱ , λειψανδρία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειψανδρία — η (AM λειψανδρία) [λείψανδρος] έλλειψη ανδρών, ιδίως νέων και δυνατών νεοελλ. έλλειψη ικανών ανδρών, πολιτικών, επιστημόνων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λειψανδρία — η 1. έλλειψη αντρών: Μετά τον πόλεμο στη χώρα υπήρχε λειψανδρία. 2. έλλειψη σημαντικών προσωπικοτήτων: Περίοδος λειψανδρίας στην πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… …   Dictionary of Greek

  • κενανδρία — κενανδρία, ἡ (Α) [κένανδρος] η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λειψανδρώ — λειψανδρῶ, έω (AM) [λείψανδρος] (για χώρα) έχω έλλειψη αρσενικού πληθυσμού, πάσχω από λειψανδρία …   Dictionary of Greek

  • ολιγανδρία — η (Α ὀλιγανδρία) [ολίγανδρος] η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • σπανανδρία — η, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. α) χαρακτηριστικό ζωικών ειδών στα οποία τα παρθενογενετικά θηλυκά άτομα παράγουν κυρίως θηλυκούς απογόνους ή, σε μια ακραία περίπτωση, το είδος αποτελείται μόνο από θηλυκά άτομα αναπαραγόμενα μόνο παρθενογενετικά β) σταδιακή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”